- προεκδαπανώ
- -άω, Αδαπανώ εντελώς, εξαντλώ προηγουμένως («[ὁ Εὐφράτης] ταῑς... διώρυξι ταῑς ἐπὶ τήν χώραν ἀγομέναις προεκδαπανᾱται πρὶν ἐκβολήν εἰς θάλατταν πεποιῆσθαι», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐκδαπανῶ «ξοδεύω, σπαταλώ εντελώς»].
Dictionary of Greek. 2013.